- συναινετικός
- -ή, -όαυτός που συναινεί, που συμφωνεί: Συναινετικό διαζύγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συναινετικός — ή, ό / συναινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συναινῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συναίνεση ή αυτός που γίνεται με συναίνεση («συναινετικό διαζύγιο») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναινετικόν αυτό που έγινε ύστερα από συναίνεση … Dictionary of Greek
επίρροπος — ἐπίρροπος, ον (AM) [επιρρέπω] πρόθυμος, ευπειθής, συναινετικός … Dictionary of Greek
καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο … Dictionary of Greek